- παπαδίστικος
- -η, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει σε παπά, αλλ. ιερατικός: Τα τελευταία χρόνια οι κληρικοί άφησαν την παπαδίστικη νοοτροπία και οδηγούν αυτοκίνητο.2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., η στολή του κληρικού: Όποιος φορέσει τα παπαδίστικα, πρέπει να αρνηθεί την κοσμική ζωή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.